- ποιησείω
- ποι-ησείω, Desiderat. of ποιέω,A desire to do, Hdn.Epim.249.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιησείω — Α (εφετ. τ. τού ποιῶ) επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιῶ + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek